- μιναδόρος
- οο εργάτης ορυχείου που τοποθετεί δυναμίτες, ο υπονομευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μιναδόρος — ο εργάτης ειδικευμένος στο να ανοίγει μίνες, ιδίως σε μεταλλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. minadore] … Dictionary of Greek
υπονομευτής — ο θηλ. εύτρια 1. εργάτης που σκάβει υπονόμους, μιναδόρος. 2. μτφ., αυτός που επιδιώκει δόλια να βλάψει κάποιον: Οι φασίστες είναι υπονομευτές της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)